- μυξωτήρ
- μυξωτήρ, -ήρος, ὁ (ΑΜ, Α και μυξητήρ, -ῆρος)συν. στον πληθ. οἱ μυξωτῆρεςοι μυκτήρες, τα ρουθούνιαμσν.η μύτη.[ΕΤΥΜΟΛ. < μύξα + επίθημα -τήρ. Οι τ. μυξωτήρ (< αρχ. *μυξόω) και μηξητήρ (< μυξῶ) μορφολογικά φαίνεται ότι παράγονται από τα αντίστοιχα ρήματα αλλά σημασιολογικά αποτελούν παράλληλους εκφραστικούς τ. τού μυκτήρ].
Dictionary of Greek. 2013.